αγενειος

αγενειος
    ἀγένειος
    ἀ-γένειος
    I
    2
    1) безбородый
    

(πυρριχισταί Lys.)

    2) мальчишеский, ребяческий, незрелый
    

ἀγένειον τοῦτο εἴρηκας Luc. — ты сказал это по-мальчишески

    II
    ὅ безбородый юноша, подросток Pind., Arph., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγενειος" в других словарях:

  • ἀγένειος — beardless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγένειος — α, ο (Α ἀγένειος ον) [γένειον] ο αγένειαστος* αρχ. αυτός που αρμόζει σε έφηβο, εφηβικός, νεανικός …   Dictionary of Greek

  • αγένειος, -ειο — αυτός που δεν έχει ακόμη γένια: Ήταναγένειο παλικάρι, όταν έχασε τον πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγενείως — ἀγένειος beardless adverbial ἀγένειος beardless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγένειον — ἀγένειος beardless masc/fem acc sg ἀγένειος beardless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενείοις — ἀγένειος beardless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενείου — ἀγένειος beardless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενείους — ἀγένειος beardless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενείων — ἀγένειος beardless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγενείῳ — ἀγένειος beardless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγένειοι — ἀγένειος beardless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»